Εισαγωγή. Γλυπτική και Κοινωνία

Στην αρχαιότητα το εικαστικό έργο εξυπηρετούσε συγκεκριμένες λειτουργίες που συνδέονταν στενά με τις θρησκευτικές, πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες της πόλης. Η αναγνώριση ενός εικαστικού έργου ως αντικειμένου με ποικίλη πολιτισμική και ιστορική αξία, εφάμιλλη με την αξία του ως αισθητικού επιτεύγματος, ήλθε στο προσκήνιο της έρευνας της γλυπτικής στην κλασική αρχαιότητα με μεγαλύτερη ένταση κυρίως κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η τάση αυτή οδήγησε κατά συνέπεια στην αναζήτηση νέων μεθόδων προσέγγισης των γλυπτών έργων, πέρα από την παραδοσιακή αντιμετώπισή τους με αποκλειστικό κριτήριο την καλλιτεχνική τους ταυτότητα.

Η αποτίμηση γενικά του καλλιτεχνικού έργου ως σημαντικής ιστορικής πηγής για την κατανόηση της κοινωνίας μιας εποχής υπήρξε, βέβαια, ζητούμενο στην έρευνα της νεότερης τέχνης ήδη από τις αρχές του 20ου αι. Κατά τη θεμελιώδη προσέγγιση του H. Wölfflin, το στιλ του εικαστικού έργου, το σύνολο, δηλαδή, των ιδιαίτερων εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία του, έχει «διπλές ρίζες»: εκφράζει την ιδιοσυγκρασία τόσο του δημιουργού όσο και της κοινωνίας και της εποχής στην οποία αυτός ανήκει. Το εικαστικό έργο δεν αναπαριστά, επομένως, απλώς ένα αντικείμενο, αλλά δηλώνει συνάμα πίσω από αυτό μια ιδέα, έναν συμβολισμό ή και τα δύο.

Ειδικά τα έργα της πλαστικής δημιουργούν χάρη στην τρισδιάστατη φύση τους την αίσθηση οικειότητας στον θεατή, στον οποίο έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν σύνθετα μηνύματα. Τα καθαρά, ισορροπημένα περιγράμματα που χαρακτηρίζουν τις μορφές των αρχαίων γλυπτών και τις καθιστούν αναγνώσιμες από τον θεατή (αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία του στιλ που ονομάστηκε κλασικό) εξασφαλίζουν την οπτική σαφήνεια του μηνύματος που το γλυπτό θέλει να μεταδώσει. Oι συμβολισμοί ενός αρχαίου γλυπτού βρίσκονται τόσο στο εικονογραφικό του θέμα και τον τρόπο με τον οποίο αυτό αποδίδεται, στη σύλληψη δηλαδή του εικονογραφικού του σχήματος, όσο και στην προγραμματική ένταξή του σε ένα ευρύτερο σύνολο, στον προσδιορισμό δηλαδή της θέσης όπου αυτό θα στηθεί. Το τελευταίο κριτήριο, δηλαδή ο χώρος μέσα στον οποίο ένα γλυπτό ανιδρύεται, αλλά και ο τρόπος έκθεσής του, συμβάλλουν δραστικά στον διάλογο μεταξύ έργου και θεατή, καθώς υπογραμμίζουν το περιεχόμενο του ίδιου του έργου. Η ανίδρυση ενός γλυπτού έργου σε έναν χώρο ιδιωτικό εξυπηρετούσε στην αρχαιότητα διαφορετικούς στόχους από αυτούς που υποδείκνυαν την τοποθέτηση ενός γλυπτού σε μια περίοπτη θέση ενός χώρου δημόσιου, φορτισμένου με θρησκευτική και πολιτική ιδεολογία, όπως λ.χ. ενός ιερού ή ενός πολιτικού κτίσματος.

Στο πλαίσιο του Προγράμματος «Γλυπτική και Κοινωνία στη Ρωμαϊκή Ελλάδα: πολιτικό, οικονομικό και θρησκευτικό πλαίσιο» δίνεται η ευκαιρία τα γλυπτά να εξεταστούν: i) ως στοιχεία έκφρασης της πολιτικής φιλοδοξίας τοπικών αξιωματούχων ή ευρύτερα μελών των τοπικών ελίτ και κατά συνέπεια ως μέσα αυτοπροσδιορισμού και αυτοπροβολής των προσώπων αυτών: τιμητικοί ανδριάντες, ii) ως έργα που εντάσσονται στην προγραμματική κρατική προπαγάνδα αυτοκρατόρων και μελών του αυτοκρατορικού οίκου: αυτοκρατορικοί ανδριάντες και πορτρέτα, iii) ως μνημεία ιδιωτικής πρωτοβουλίας: επιτύμβια σήματα και ιδιωτικά αναθήματα, iv) ως σύμβολα παραγωγής μνήμης (αλλά και λήθης), δηλαδή έργα που συνέβαλαν δραστικά στη συγκρότηση της εκάστοτε τοπικής πολιτιστικής μνήμης και συλλογικής ταυτότητας: νικητήρια και τιμητικά μνημεία, v) ως αντικείμενα υψηλής οικονομικής και εμπορικής αξίας για την τοπική κοινωνία και επομένως ως σύμβολα πλούτου και ευημερίας: ταφικά γλυπτά, λεγόμενα «διακοσμητικά» γλυπτά, κ.ά. vi) ως δείγματα των αντιλήψεων των ανθρώπων της εποχής για το θείο: γλυπτά με λατρευτικό χαρακτήρα και αναθήματα με μυθολογικό περιεχόμενο.