Ο ρόλος των γλυπτών στο δημόσιο και ιδιωτικό βίο

Ο κοινωνικος ρολος των γλυπτων στη ρωμαϊκη Ελλαδα

 

            Στην αρχαιότητα τα γλυπτά δεν αντιμετωπίζονταν ως απλά έργα τέχνης που κοσμούσαν δημόσιους ή ιδιωτικούς χώρους, αλλά είχαν σε κάθε περίπτωση συγκεκριμένη σημασία και λειτουργία συνδεδεμένη είτε με τον τόπο στον οποίο ήταν στημένα είτε με το κτίσμα ή το μνημείο στον διάκοσμο του οποίου ανήκαν. Έχει επομένως ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη των γλυπτών η ακριβής γνώση όχι μόνο της προέλευσής τους, αλλά και του συγκεκριμένου σημείου στο οποίο ήταν αρχικά στημένα. Περίοπτα γλυπτά ή ανάγλυφα συναντούμε σε ιερά, σε δημόσια κτήρια και συγκροτήματα (αγορές, θέατρα, γυμνάσια), σε νεκροταφεία ή ακόμη σε ιδιωτικές κατοικίες. Οι γραμματειακές πηγές δεν μας δίνουν πολλές πληροφορίες για το πώς έβλεπαν και έκριναν τα γλυπτά οι Έλληνες των ρωμαϊκών χρόνων. Μερικές ενδιαφέρουσες μαρτυρίες βρίσκουμε εντούτοις στα κείμενα του Λουκιανού. Πιο αποκαλυπτικές είναι οι επιγραφές στις βάσεις των αγαλμάτων καθώς και όσες μας παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την ίδρυσή τους ή με την κατασκευή δημόσιων ή ιδιωτικών μνημείων που είχαν γλυπτό διάκοσμο.

Η γλυπτική γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στην αρχαία Ελλάδα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο· σε αυτήν χρονολογούνται τα περισσότερα από τα σωζόμενα αρχαία γλυπτά. Τα πολυάριθμα εργαστήρια μαρμαρογλυ­πτικής και χαλκοπλαστικής δεν προμήθευαν με τα έργα τους μόνο τις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνταν, αλλά συχνά έκαναν και εξαγωγές. Τα σπουδαιότερα και πιο δραστήρια εργαστήρια γλυπτικής βρίσκονταν στην Αθήνα και εξήγαν τα προϊόντα τους όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε μακρινές περιοχές, π.χ. στην Ιταλία. Τα μεγάλα και υψηλής ποιότητας γλυπτά είχαν αναμφίβολα υψηλό κόστος και οι παραγγελιοδότες τους, ήταν είτε πόλεις και μεγάλα ιερά είτε εύποροι ιδιώτες. Συνεπώς μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η θεματολογία και η αισθητική των έργων αυτών απηχεί τις αντιλήψεις και τις προτιμήσεις της ανώτερης τάξης. Παρατηρούμε όμως ότι και τα μικρότερης κλίμακας και χαμηλότερης ποιότητας γλυπτά ακολουθούν τα ίδια αισθητικά πρότυπα, προσαρμόζοντάς τα στις δυνατότητες μιας λιγότερο απαιτητικής πελατείας.

 

1. Τα γλυπτά στο πλαίσιο του θρησκευτικού βίου.

 

            Οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων ήταν ανθρωπόμορφοι και τα ελληνικά ιερά ήταν συνήθως γεμάτα με ζωγραφιστές και γλυπτές απεικονίσεις τους. Στη ρωμαϊκή περίοδο πολλά από τα ιερά αυτά αναδιαμορφώθηκαν και λαμπρύνθηκαν με κτίσματα που είχαν συχνά πλούσιο γλυπτό διάκοσμο. Μέσα στους ναούς ήταν τοποθετημένα λατρευτικά αγάλματα που έδιναν στους πιστούς την αίσθηση της παρουσίας της θεότητας. Στη διάρκεια θρησκευτικών τελετώντα αγάλματα αυτά συχνά στολίζονταν, πλένονταν και τιμώνταν. Υπήρχαν επίσης αναθηματικά αγάλματα αφιερωμένα από πόλεις, συλλόγους ή ιδιώτες, που εικόνιζαν πανελλήνιες και τοπικές θεότητες και ήρωες. Μια ιδιαίτερη κατηγορία ήταν οι ανδριάντες ανθρώπων που είχαν διακριθεί για τις ευεργεσίες τους και τις υπηρεσίες τους προς τα ιερά. Με την ανέγερση τέτοιων ανδριάντων η μνήμη επιφανών προσώπων διατηρούνταν στον χώρο των ιερών.

Στα ιερά υπήρχαν επίσης και ταπεινότερα γλυπτά, κυρίως ανάγλυφα αφιερωμένα από πιστούς είτε για να απαθανατίσουν μια τελετή στην οποία είχαν συμμετάσχει είτε για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους για μια χάρη που τους είχε κάνει ο θεός ή ακόμη για να εκπληρώσουν  ένα τάμα. Μπορούμε συνεπώς να υποστηρίξουμε ότι τα γλυπτά που κοσμούσαν τα ιερά μας δίνουν πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία όχι μόνο για τη λατρεία, αλλά και για τους ανθρώπους που τα επισκέπτονταν για να εκδηλώσουν την πίστη τους και να αφήσουν ένα τεκμήριο της παρουσίας τους. Δύσκολα φανταζόμα­στε σήμερα τη σημασία που είχαν τα γλυπτά αυτά για το θρησκευτικό συναίσθημα των ανθρώπων της εποχής εκείνης.

 

2. Τα γλυπτά στο πλαίσιο του δημόσιου βίου.

 

Οι δημόσιοι χώροι των αρχαίων πόλεων ήταν γεμάτοι από αγάλματα ανθρώπων που είχαν διακριθεί στις τοπικές κοινωνίες ή είχαν προσφέρει μεγάλες ευεργεσίες. Αυτά τα αγάλματα, που ήταν συνήθως χάλκινα και σπανιότερα μαρμάρινα, τα ονομάζουμε τιμητικούς ανδριάντες. Στις αρχαίες Ελληνικές πόλεις ο κυριότερος χώρος για την ίδρυση τιμητικών ανδριάντων ήταν η αγορά. Τέτοιοι ανδριάντες ιδρύονταν και σε άλλους δημόσιους χώρους όπου συγκεντρώνονταν οι πολίτες, όπως το θέατρο, στο οποίο ανακοινώνονταν δημόσια οι τιμές που απένεμαν οι πόλεις σε διακεκριμένους ανθρώπους.  Στα γυμνάσια, τους χώρους όπου γυμνάζονταν και αθλούνταν οι νέοι, στήνονταν αγάλματα προσώπων που συνδέονταν με τη λειτουργία τους. Σε κάθε περίπτωση οι εικονιζόμενοι ήταν άνθρωποι με υψηλή κοινωνική θέση που η πόλη τους τιμούσε για σημαντικές υπηρεσίες ή ευεργεσίες που της είχαν προσφέρει. Η σημαντική δαπάνη που απαιτούνταν για την κατασκευή ενός τιμητικού ανδριάντα πληρωνόταν συχνά από τον ίδιο τον τιμώμενο, ιδίως όταν τα οικονομικά μιας πόλης δεν της επέτρεπαν να την αναλάβει. Δεν ήταν όμως άγνωστη στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας η πρακτική να μεταρρυθμίζονται (δηλαδή να ξαναδουλεύονται) για λόγους οικονομίας παλιότερα αγάλματα ώστε να τιμηθεί κάποιος με ανδριάντα. Οι αλλαγές περιορίζονταν συνήθως στο κεφάλι.

Οι τιμώμενοι εικονίζονταν κατά κανόνα στον αγαλματικό τύπο του ιματιοφόρου. Το ιμάτιο ήταν πράγματι στην αρχαία Ελλάδα το χαρακτηρι­στικό ένδυμα των ευκατάστατων ανδρών που δεν είχαν την ανάγκη να ασκούν χειρωνακτική εργασία. Οι στρατιωτικοί φορούσαν θώρακα που φανέρωνε την ιδιότητά τους. Οι αθλητές εικονίζονταν γυμνοί. Η γυμνότητα μπορούσε όμως δηλώνει σε ορισμένες περιπτώσεις την εξιδανίκευση. Όταν ο τιμώμενος ήταν Ρωμαίος εικονιζόταν με την τήβεννο (toga), το ένδυμα που φορούσαν  αποκλειστικά οι Ρωμαίοι πολίτες. Σε εντελώς εξαιρετικές περιπτώσεις στήνονταν έφιπποι ανδριάντες. Η συνήθεια αυτή ξεκίνησε με τους ηγεμόνες της ελληνιστικής εποχής, επεκτάθηκε όμως κατά τη ρωμαϊκή περίοδο στους ανδριάντες πολύ σημαντικών Ρωμαίων, κυρίως αυτοκρατόρων. Τα αγάλματα των αυτοκρατόρων (και κάποτε και των συζύγων τους και των συγγενών τους) κοσμούσαν πολύ συχνά τους δημόσιους χώρους των πόλεων, ενώ υπήρχαν και ιερά στα οποία οι αυτοκράτορες λατρεύονταν σαν θεοί.

 

3. Τα γλυπτά στο πλαίσιο του ιδιωτικού βίου.

 

            Όλα γλυπτά που μας απασχόλησαν ως τώρα ήταν στημένα σε δημόσιους χώρους. Υπήρχαν, ωστόσο, και γλυπτά τοποθετημένα σε ιδιωτικούς χώρους. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιορίσει κανείς τη σημασία που είχαν κατά την αρχαιότητα τα γλυπτά στην ιδιωτική ζωή των ανθρώπων, μπορούμε όμως να τα χωρίσουμε, με βάση τη λειτουργία τους, σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τα ταφικά και τα οικιακά γλυπτά. Η συνήθεια να κοσμούνται οι τάφοι με γλυπτά (ανάγλυφα ή ολόγλυφα) είναι αρχαιότατη· ειδικά όμως στην Ελλάδα στα χρόνια της ρωμαϊκής κυριαρχίας ήταν πάρα πολύ διαδεδομένη. Η πιο διαδεδομένη κατηγορία επιτύμβιων γλυπτών κατά την περίοδο αυτή είναι οι ανάγλυφες στήλες. Η μορφή των στηλών αυτών ποικίλει από περιοχή σε περιοχή και ανάλογα με την οικονομική κατάσταση και την κοινωνική θέση του παραγγελιοδότη. Από τις παραστάσεις των επιτυμβίων στηλών αντλούμε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τα τοπικά εργαστήρια γλυπτικής, για την αισθητική και την παιδεία των τοπικών κοινωνιών, καθώς και για τις αντιλήψεις των ανθρώπων σχετικά με τη ζωή και τον θάνατο. Ένα άλλο πολύ ενδιαφέρον είδος επιτυμβίων γλυπτών είναι οι μαρμάρινες σαρκοφάγοι, των οποίων η παραγωγή αρχίζει στο δεύτερο τέταρτο του 2ου αιώνα μ.Χ. Τα σημαντικότερα εργαστήρια παραγωγής σαρκοφάγων στον ελλαδικό χώρο βρίσκονταν στην Αττική. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι τα εργαστήρια αυτά εξήγαν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής τους σε όλη την Ελλάδα και πέρα από αυτήν. Οι αττικές σαρκοφάγοι καλύπτονταν κι στις τέσσερις πλευρές τους από ανάγλυφες παραστάσεις, συχνά με μυθολογικά θέματα και είναι προφανές ότι οι παραγγελιοδότες τους ανήκαν στο υψηλότερο και πιο μορφωμένο κοινωνικό στρώμα. Στους τάφους μπορούσαν επίσης να τοπο­θετηθούν ερμαϊκές στήλες ή προτομές με τα πορτραίτα των νεκρών. Ειδικά στη Μακεδονία συναντούμε χτιστά ταφικά μνημεία επενδεδυμένα με μαρμάρινες πλάκες που έφεραν ανάγλυ­φα καθώς και επιτάφιους βωμούς. Τα είδη αυτά των μνημείων έχουν πιθανώς ιταλική προέλευση.

            Η διακόσμηση ιδιωτικών κατοικιών με γλυπτά ήταν δείγμα πλούτου.  Εκτός από διακοσμητικά γλυπτά, όπως τα τραπεζοφόρα (που τα συναντούμε άλλωστε και σε δημόσια κτήρια και σε ιερά) οι πλούσιες κατοικίες μπορού­σαν να περιέχουν αγάλματα ή προτομές των ιδιοκτητών και της οικογένειάς τους, αντίγραφα γνωστών δημιουργιών της κλασικής και της ελληνιστικής τέχνης, ή ακόμη πρωτότυπα έργα της εποχής εκείνης. Με τον τρόπο αυτό οι ιδιοκτήτες τους φανέρωναν τον πλούτο και την παιδεία τους. Το πιο εντυπωσιακό παράδειγμα από την άποψη αυτή είναι οι επαύλεις του βαθύπλουτου εκπροσώπου της «δεύτερης σοφιστικής» Ηρώδη του Αττικού. Γνωρίζουμε τέλος ότι σε κάποιες κατοικίες υπήρχαν οικιακά ιερά με αγάλματα θεών. Η λεγόμενη Αθηνά του Βαρβακείου, το καλύτερα σωζόμενο αντίγραφο του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου του Φειδία, βρέθηκε σε μιαν αθηναϊκή κατοικία του όψιμου 3ου αιώνα μ.Χ. Η ποικιλία των γλυπτών που παρήγγελλαν και τοποθετούσαν στους τάφους και τις κατοικίες τους οι εύποροι ιδιώτες φανερώνει τη σημασία που είχε η γλυπτική στην κοινωνία της ρωμαϊκής Ελλάδας.